συγκολλώ


συγκολλώ
Προφορά

Ετυμολογία
συγκολλώ αρχαία ελληνική συγκολλάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα συγκολλώ -άς, -ά

✦ κολλώ μαζί, συνδέω με κολλητική ουσία ή με λιωμένο μέταλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.