συγκολλητήρας


συγκολλητήρας
Προφορά

Ετυμολογία
συγκολλητήρας συγκολλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συγκολλητήρας

✦ μέσο ή εργαλείο με το οποίο γίνονται συγκολλήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.