στύλος


στύλος
Προφορά

Ετυμολογία
στύλος αρχαία ελληνική στῦλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στύλος

✦ κολόνα που στηρίζει στέγη, πάτωμα κτλ.
✦ τμήμα της ωοθήκης του άνθους που έχει το στίγμα
(μτφ. ) προστάτης, υποστηρικτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.