στύβω


στύβω
Προφορά

Ετυμολογία
στύβω αρχαία ελληνική στύφω

Ερμηνεία
ρήμα στύβω

✦ πιέζω κάτι για να βγάλω το υγρό που περιέχει: στύβω το λεμόνι – τα πορτοκάλια
✦ φρ. τον (ή το) πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα, σαν κάτι που δεν χρησιμεύει πια
(μτφ. ) εξαντλώ οικονομικά κάποιον, ξεζουμίζω
✦ (μτφ. φρ.) στύβω το μυαλό μου, κατακουράζω τη σκέψη μου, τη μνήμη μου κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.