στόκος
Προφορά
Ετυμολογία
στόκος └ιταλ┘stocco
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στόκος
✦ εύπλαστη μάζα που παρασκευάζεται από τιτανόσκονη και λινέλαιο, και χρησιμοποιείται για τη στερέωση υαλοπινάκων, για την κάλυψη ρωγμών, οπών κτλ.
✦ (οικοδ.) πολτώδης μάζα από γύψο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται για την κάλυψη οπών, ρωγμών κτλ. των τοίχων, γυψομάρμαρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–