στόκολο


στόκολο
Προφορά

Ετυμολογία
στόκολο └αγγλ┘stokehold

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στόκολο

✦ το διαμέρισμα του πλοίου όπου βρίσκονται οι ατμολέβητες, το λεβητοστάσιο: οι θερμαστές πρόβαλαν τα μουτζουρωμένα κεφάλια τους, στις μπουκαπόρτες του στόκολου (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.