στυλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
στυλώνω μεταγενέστερη ελληνική στυλόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στυλώνω
✦ υποστηρίζω κάτι με στύλο
✦ (για φαγητά και ποτά) δυναμώνω, τονώνω
✦ φρ. στυλώνω τα μάτια, προσηλώνω το βλέμμα – στυλώνω τα πόδια ή απλώς τα στυλώνω, πεισμώνω: τα στύλωσαν οι μητροπολίτες (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–