στυγερός


στυγερός
Προφορά

Ετυμολογία
στυγερός αρχαία ελληνική στυγερός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στυγερός -ή, -ό

✦ αποτρόπαιος, φοβερός: στυγερό έγκλημα

Συνώνυμα
βδελυρός, μυσαρός
Αντίθετα

Επιρρήματα
στυγερά (Κ στυγερώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.