στρώνω


στρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
στρώνω μεσαιωνική ελληνική στρώνω

Ερμηνεία
ρήμα στρώνω

✦ σκεπάζω, καλύπτω μια επιφάνεια με κάτι: στρώσε το τραπέζι
✦ βάζω το στρώμα, τα στρωσίδια: (παροιμ. φρ.) όπως στρώσεις θα κοιμηθείς
(μτφ. ) εφαρμόζω καλά
✦ συμμορφώνω
✦ (αμτβ.) παύω να παρουσιάζω ανωμαλίες, ατέλειες, κακές συνήθειες κτλ.
✦ ξαναγυρίζω στον ίσιο δρόμο
✦ (μέσ.) στρώνομαι, ξαπλώνω, κατακλίνομαι
✦ αφοσιώνομαι κάπου με ζήλο: στρώθηκε στη δουλειά
✦ προσαρμόζομαι: στην αρχή δεν μπορούσε να συνηθίσει, αλλά τώρα έστρωσε
✦ εγκαθίσταμαι αυθαίρετα, καλοκάθομαι: φρ. στρώθηκε για καλά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.