στρώμα
Προφορά
Ετυμολογία
στρώμα αρχαία ελληνική στρῶμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στρώμα
✦ καθετί που στρώνεται σε επιφάνεια ή την καλύπτει: στρώμα χιονιού
✦ επίπεδος ορθογώνιος σάκος από χοντρό ύφασμα γεμάτος μαλακό υλικό (μαλλί, βαμβάκι κτλ.) πάνω στο οποίο κοιμόμαστε, στρωμνή, στρωσίδι
✦ (μτφ. ) σύνολο ατόμων με την ίδια ή παρόμοια κοινωνική θέση, οικονομική ισχύ, μόρφωση κτλ.: μεσαία – ανώτερα στρώματα της κοινωνίας
✦ νοητή ζώνη της γήινης μάζας ή της ατμόσφαιρας
✦ φρ. στο στρώμα, κατάκοιτος, άρρωστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–