στρωσίδι
Προφορά
Ετυμολογία
στρωσίδι μεσαιωνική ελληνική στρωσίδι(ο)ν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού στρῶσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στρωσίδι
✦ χαλί, τάπητας
✦ κλινοσκέπασμα
✦ επικάλυμμα επίπλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–