στρωματού


στρωματού
Προφορά

Ετυμολογία
στρωματού στρώμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στρωματού

✦ θηλ. στρωματού που κατασκευάζει ή πουλά στρώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.