στρωμάτωση


στρωμάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
στρωμάτωση από το στρώμα, -ατος• απόδ. στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου stratification

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στρωμάτωση

✦ η κατάταξη κατά στρώματα με βάση την κοινωνική τάξη, την οικονομική ισχύ, τη μόρφωση κτλ., ά. διαστρωμάτωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.