στρυφνός
Προφορά
Ετυμολογία
στρυφνός αρχαία ελληνική στρυφνός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στρυφνός -ή, -ό
✦ τσουχτερός στη γεύση, στυφός
✦ (μτφ. για πρόσ.) δύστροπος, τραχύς, ανάποδος: αυτή η ζωή… την είχε κάνει στρυφνή, τραχιά, άσπλαχνη (Γ. Θεοτοκάς) – ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι (Γ. Σεφέρης)
✦ (για ύφος λόγου) δυσνόητος
Συνώνυμα
κακότροπος, στριμμένος ,σκοτεινός
Αντίθετα
καλότροπος, μειλίχιος ,απλός
Επιρρήματα
–