στρούγκα


στρούγκα
Προφορά

Ετυμολογία
στρούγκα μεσαιωνική ελληνική στρούγκα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στρούγκα

✦ μάντρα, στάνη
✦ ποίμνιο
(μτφ. ) σύνολο οπαδών που υπακούουν τυφλά στον αρχηγό τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.