στρογγυλοκάθομαι
Προφορά
Ετυμολογία
στρογγυλοκάθομαι στρογγυλός + κάθομαι• κατά Φ. Κουκουλέ από την έννοια «κάθομαι σε στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, για να φάω σε ξένο σπίτι»
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στρογγυλοκάθομαι
✦ κάθομαι άνετα και για πολλή ώρα: τον κοίταζε γεμάτος αγωνία, παρακαλώντας μέσα του να τον ιδεί το γρηγορότερο να φεύγει. Όμως εκείνος στρογγυλοκάθισε στον καναπέ (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
καλοστρώνομαι, καλοκάθομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–