στρογγυλεύω


στρογγυλεύω
Προφορά

Ετυμολογία
στρογγυλεύω επίθετο στρογγυλός + κατάλ. -εύω

Ερμηνεία
ρήμα στρογγυλεύω

✦ κάνω κάτι στρογγυλό
✦ κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ποσό, παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του
✦ (αμτβ.) γίνομαι στρογγυλός, παχαίνω: είχε στρογγυλέψει, είχε παχύνει, ήτανε πολύ καλά (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.