στροβιλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
στροβιλίζω μεταγενέστερη ελληνική στροβιλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στροβιλίζω
✦ στριφογυρίζω, περιστρέφω κάτι σαν σβούρα: χαρτιά που στροβιλίζει ο άνεμος
✦ (μέσ.) στροβιλίζομαι, περιδινούμαι: στροβιλίζονται χιλιάδες άγγελοι σε μακρινό Απρίλη (Ν. Καρούζος)
✦ χορεύω με συνεχείς στροφές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–