στριφογυρνώ


στριφογυρνώ
Προφορά

Ετυμολογία
στριφογυρνώ στρεφογυρίζω

Ερμηνεία
στριφογυρνώ

✦ κ. στριφογυρνώ ρ. (στριφογύρισα) περιστρέφω κάτι, στροβιλίζω
✦ (αμτβ.) στρέφομαι εδώ κι εκεί ανήσυχα: στριφογύρισε πολλή ώρα μες στα σεντόνια της. Ο ύπνος θα την πήρε την χαραυγή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. τα στριφογυρίζω, μιλώ όχι καθαρά, με υπεκφυγές
(μτφ. ) για σκέψη, ιδέα κτλ. που απασχολεί το μυαλό: ο νους ολουνών εκεδά στριφογυρνάει (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.