στριμώχνω
Προφορά
Ετυμολογία
στριμώχνω μεσαιωνική ελληνική στρυμώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στριμώχνω
✦ (για πράγμ.) συμπιέζω πολλά πράγματα σ’ ένα χώρο
✦ (για πρόσ.) συγκεντρώνω πολλά πρόσωπα σε περιορισμένο χώρο: τους στρίμωξε όλους μέσα στο αυτοκίνητο
✦ (για πρόσ.) μέσ. στριμώχνομαι, συνωθούμαι, συνωστίζομαι: νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε (Διδώ Σωτηρίου) – όλοι οι άλλοι είχαμε στριμωχτεί ο ένας πάνω στον άλλο (Γ. Μπεράτης)
✦ (μτφ. ) στενοχωρώ κάποιον, τον φέρνω σε αδιέξοδο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–