στριμώκωλος


στριμώκωλος
Προφορά

Ετυμολογία
στριμώκωλος στριμώχνω + κώλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ στριμώκωλος -η, -ο

✦ στριμωγμένος
(μτφ. ) αντίξοος, δύσκολος: στριμώκωλη κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στριμώκωλα, ιδ. μτφ. υπό δύσκολες, αντίξοες συνθήκες

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.