στριγκλιά


στριγκλιά
Προφορά

Ετυμολογία
στριγκλιά στρίγκλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στριγκλιά

✦ κακία στρίγκλας, μοχθηρία, δυστροπία
✦ δυνατή και διαπεραστική κραυγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.