στρεψοδικία


στρεψοδικία
Προφορά

Ετυμολογία
στρεψοδικία στρεψοδικώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στρεψοδικία

✦ η χρήση κακόπιστων ή σοφιστικών επιχειρημάτων σε δίκη
✦ (γεν.) η σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.