στρεψαυχενία


στρεψαυχενία
Προφορά

Ετυμολογία
στρεψαυχενία αρχαία ελληνική στρεψαύχην, -ενος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στρεψαυχενία

(ιατρ.) ακούσια στροφή της κεφαλής με κλονικούς σπασμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.