στρετς
Προφορά
Ετυμολογία
στρετς └αγγλ┘stretch
Ερμηνεία
επίθετο
└άκλιτο┘ στρετς
✦ (για ύφασμα) ο κατασκευασμένος από συνθετικές ίνες που έχουν την ιδιότητα να τεντώνονται, ελαστικός
✦ (για ένδυμα) ο κατασκευασμένος μ’ αυτό το ύφασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–