στρες


στρες
Προφορά

Ετυμολογία
στρες └αγγλ┘stress

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το στρες

✦ όρος που επικράτησε διεθνώς, και χαρακτηρίζει το σύνολο των σωματικών και ψυχολογικών διαταραχών που προκαλούνται από διάφορους βλαπτικούς παράγοντες (τραυματισμός, χειρουργικό σοκ, συγκίνηση κτλ.)
✦ (γεν.) άγχος, αγωνία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.