στρεβλώτρια


στρεβλώτρια
Προφορά

Ετυμολογία
στρεβλώτρια αρχαία ελληνική στρεβλωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στρεβλώτρια

✦ θηλ. στρεβλώτρια (μτφ. ) αυτός που διαστρεβλώνει, που διαστρέφει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.