στρεβλωτικός


στρεβλωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
στρεβλωτικός στρεβλωτής

Ερμηνεία
επίθετο┘ στρεβλωτικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρέβλωση, που συντελεί στη στρέβλωση (ιδ. μτφ.): εφαρμόζοντας ένα στρεβλωτικό σύστημα που μια παλιά παράδοση είχε τελειοποιήσει (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στρεβλωτικά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.