στραφτοκοπώ


στραφτοκοπώ
Προφορά

Ετυμολογία
στραφτοκοπώ αστράφτω + -κοπώ

Ερμηνεία
στραφτοκοπώ

✦ κ. στραφτοκοπάω ρ. λαμποκοπώ: μιας θάλασσας που στραφτοκοπάει στον ήλιο (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.