στρίβω


στρίβω
Προφορά

Ετυμολογία
στρίβω μεσαιωνική ελληνική στρίβω, από το έστρεψα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού στρέφω

Ερμηνεία
ρήμα στρίβω

✦ συστρέφω, περιστρέφω κάτι
✦ κάνω στροφή, αλλάζω μέτωπο, κατεύθυνση
✦ φεύγω γρήγορα ή κρυφά
✦ φρ. του ‘στριψε, παραφρόνησε – τα ‘στριψε, αναίρεσε όσα είχε πει – το στρίβω, φεύγω γρήγορα ή κρυφά – στρίβω τσιγάρο, φτιάχνω τσιγάρο τυλίγοντας καπνό σε τσιγαρόχαρτο
✦ μτχ. παθ. πρκμ. ως επίθ. στριμμένος, -η, -ο (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.