στρέφω


στρέφω
Προφορά

Ετυμολογία
στρέφω αρχαία ελληνική στρέφω

Ερμηνεία
ρήμα στρέφω

✦ γυρίζω κάτι επί τόπου, μετακινώ κάτι γύρω από τον πραγματικό ή νοητό άξονά του
✦ (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου
✦ αλλάζω κατεύθυνση
✦ (μέσ.) στρέφομαι, αλλάζω μέτωπο ή κατεύθυνση
✦ (κ. μτφ.): ολόκληρη η Ελλάς έχει στραμμένη την προσοχή της με κομμένη την ανάσα στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
(μτφ. ) κατευθύνομαι
✦ γυρίζω κυκλικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.