στολαρχία


στολαρχία
Προφορά

Ετυμολογία
στολαρχία μεσαιωνική ελληνική στολαρχία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στολαρχία

✦ η θέση ή το αξίωμα του στόλαρχου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.