στολή
Προφορά
Ετυμολογία
στολή αρχαία ελληνική στολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στολή
✦ φορεσιά, ενδυμασία
✦ (ειδ.) ειδική ενδυμασία με καθορισμένα σχέδιο, ύφασμα, χρώμα κτλ. που φορούν υποχρεωτικά όσοι ανήκουν σε μια τάξη, επαγγελματική ομάδα κτλ.: στρατιωτική στολή – στολή της νοσοκόμας
✦ ενδυμασία χαρακτηριστική ενός τύπου, χώρας κτλ.: νησιώτικη στολή
✦ στολή εκστρατείας, η ενδυμασία των στρατιωτικών σε καιρό πολέμου ή ασκήσεων – μεγάλη στολή, η ενδυμασία που φορούν οι αξιωματικοί σε επίσημες τελετές
✦ (μτφ. ) στολισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–