στοκοφίσι


στοκοφίσι
Προφορά

Ετυμολογία
στοκοφίσι └αγγλ┘stockfish

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στοκοφίσι

✦ παστό, αποξηραμένο ψάρι, συν. μπακαλιάρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.