στοκάρω


στοκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
στοκάρω └ιταλ┘stoccare

Ερμηνεία
ρήμα στοκάρω

✦ επιχρίω με στόκο
✦ (στοκ) συγκεντρώνω διαθέσιμα προϊόντα, εμπορεύματα κτλ., δημιουργώ στοκ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.