στοκ


στοκ
Προφορά

Ετυμολογία
στοκ └αγγλ┘stock

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το στοκ

✦ απόθεμα διαθέσιμων προϊόντων, εμπορευμάτων κτλ., παρακαταθήκη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.