στοιχειώνω
Προφορά
Ετυμολογία
στοιχειώνω μεταγενέστερη ελληνική στοιχειόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στοιχειώνω
✦ δημιουργώ στοιχειό θυσιάζοντας ζωντανό ον στα θεμέλια κτίσματος: α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει! Και μη στοιχειώσετ’ αρφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, πάρε του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα (δημ. τραγ.) – το αίμα του δράκοντα του στοίχειωσε τα θέμελα (Κ. Παλαμάς)
✦ (αμτβ.) γίνομαι στοιχειό
✦ (για τόπο) κατοικούμαι από φαντάσματα: νοίκιασε το στοιχειωμένο μύλο, έστρωσε δουλειά (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–