στοιχειώδης
Προφορά
Ετυμολογία
στοιχειώδης αρχαία ελληνική στοιχειώδης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στοιχειώδης -ης, -ες
✦ που αποτελεί ή δίνει τα στοιχεία, την πρώτη βάση
✦ θεμελιώδης: στοιχειώδης αρχή
✦ ουσιώδης, πρωταρχικός: στοιχειώδεις ανάγκες – στοιχειώδες καθήκον
✦ στοιχειώδης εκπαίδευση, η παρεχόμενη στο δημοτικό σχολείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
στοιχειωδώς