στοιχίζω
Προφορά
Ετυμολογία
στοιχίζω αρχαία ελληνική στοιχίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στοιχίζω
✦ τοποθετώ, διατάσσω σε στοίχους
✦ αντιπροσωπεύω ορισμένη τιμή, κοστίζω: και κάθε γινωμένη ελιά στοιχίζει και μια φαμελιά (Οδ. Ελύτης)
✦ (μτφ. ) προκαλώ λύπη: όλη αυτή η κακολογία του στοίχισε πολύ
✦ φρ. δεν μου στοιχίζει τίποτα να…, δεν διστάζω να…
✦ (μέσ.) στοιχίζομαι, τοποθετούμαι δίπλα σε άλλον ή άλλο, παρατάσσομαι: η καταδίκη… στοιχίζεται με τη γενικότερη αποστροφή της τωρινής (και κάθε) εξουσίας για κάθε είδους κριτική ή αντίρρηση (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–