στοίχημα


στοίχημα
Προφορά

Ετυμολογία
στοίχημα μεσαιωνική ελληνική στοίχημα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στοίχημα

✦ συμφωνία μεταξύ προσώπων που υποστηρίζουν διαφορετικά πράγματα, και με την οποία προβλέπεται υλικό κέρδος για όποιον δικαιωθεί: φρ. βάζω στοίχημα
✦ (συνεκδ.) η παροχή που ορίζεται με τη συμφωνία αυτή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.