στιλ
Προφορά
Ετυμολογία
στιλ └γαλλ┘ style
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το στιλ
✦ καλλιτεχνικός ρυθμός, τεχνοτροπία
✦ λογοτεχνικό ύφος
✦ χαρακτηριστικός τρόπος εμφάνισης, συμπεριφοράς κτλ. ατόμου: έχει ένα ιδιαίτερο στιλ το ντύσιμό του
✦ χάρη, προσωπικό ύφος ενός ατόμου: γυναίκα με στιλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–