στικ


στικ
Προφορά

Ετυμολογία
στικ └αγγλ┘stick (=ραβδί, μπαστούνι)

Ερμηνεία
στικ

✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. για βιομηχανικό προϊόν, που έχει παρασκευασθεί σε μορφή λεπτού κυλίνδρου: μια κόλλα στικ – αποσμητικό σε στικ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.