στιγμιαίος


στιγμιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
στιγμιαίος μεταγενέστερη ελληνική στιγμιαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ στιγμιαίος -α, -ο

✦ που διαρκεί μία μόνο στιγμή, που έχει ελάχιστη διάρκεια
✦ που παρασκευάζεται γρήγορα: στιγμιαίος καφές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στιγμιαία (Κ στιγμιαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.