στιγματισμός
Προφορά
Ετυμολογία
στιγματισμός στιγματίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στιγματισμός
✦ πρόκληση στιγμάτων στο δέρμα με καυτηρίαση, τατουάζ
✦ (μτφ. ) ηθική μομφή, έντονη κατάκριση: η διαγωγή του ήταν άξια για δημόσιο στιγματισμό (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–