στιγματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
στιγματίζω αρχαία ελληνική στιγματίζω (= σφραγίζω με πυρακτωμένη σφραγίδα τον εγκληματία)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στιγματίζω
✦ σημαδεύω με στίγματα, προκαλώ στίγματα, κηλίδες
✦ (μτφ. ) προσάπτω ηθική μομφή, κατηγορώ κάτι το επονείδιστο: η κοινή γνώμη έχει στιγματίσει την εγκληματική αυτή ενέργεια – όσο κι αν το στιγματίζουν οι παιδαγωγοί το δάρσιμο (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–