στιγμή


στιγμή
Προφορά

Ετυμολογία
στιγμή αρχαία ελληνική στιγμή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στιγμή

✦ στίγμα, σημείο, σημάδι
(μτφ. ) μονάδα χρόνου χωρίς διάρκεια
✦ ελάχιστο χρονικό διάστημα
✦ φρ. στη στιγμή, αμέσως
✦ (γραμμ.) σημείο στίξεως: τελεία στιγμή (η τελεία) – άνω στιγμή (η άνω τελεία)
✦ (μουσ.) ρυθμικό σημείο με ποικίλη σημασία
✦ (τυπογρ.) μονάδα μετρήσεως του πάχους των τυπογραφικών στοιχείων, ίση με 0,376 του χιλιοστού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.