στιγμάτωση


στιγμάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
στιγμάτωση στίγμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στιγμάτωση

✦ (βοτ.) αρρώστια που προσβάλλει τα φύλλα οπωροφόρων δέντρων, και προκαλεί την εμφάνιση κιτρινοκόκκινων κηλίδων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.