στιβαρός


στιβαρός
Προφορά

Ετυμολογία
στιβαρός αρχαία ελληνική στιβαρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στιβαρός -ή, -ό

✦ ισχυρός, ρωμαλέος: τα μπράτσα του τα ανοιχτά… στιβαρά κι έτοιμα ν’ αγκαλιάσουν για την πάλη ή για την αγάπη (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδύναμος, άτονος
Επιρρήματα
στιβαρά (Κ στιβαρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.