στιβάδα
Προφορά
Ετυμολογία
στιβάδα αρχαία ελληνική στιβάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στιβάδα
✦ σύνολο ομοειδών πραγμάτων που σχηματίζουν ένα πυκνό στρώμα: στιβάδα χιονιού
✦ (ανατομ.) ιστός από διάφορα οργανικά στοιχεία που αποτελεί ενιαίο στρώμα: εξωτερική στιβάδα κυττάρων – στιβάδα του κερατοειδούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–