στητός


στητός
Προφορά

Ετυμολογία
στητός στήνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ στητός -ή, -ό

✦ που έχει ωραίο παράστημα, που στέκεται ή βαδίζει ευθυτενής: έβρισκες και γερόντους στητούς σαν κυπαρίσσια (Π. Πρεβελάκης)
✦ προτεταμένος: στήθος στητό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στητά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.